κυρίαρχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυρίαρχος < μεσαιωνική ελληνική κυρίαρχος < κύριος + ἄρχω
Επίθετο
επεξεργασίακυρίαρχος, -η, -ο
- που έχει την κυριαρχία, που κυριαρχεί, που έχει την εξουσία, αποφασίζει και ορίζει, ελέγχει καταστάσεις
- (για κράτη) ανεξάρτητος