sovereign
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαsovereign (en)
- κυρίαρχος (ανεξάρτητος)
- a sovereign nation - κυρίαρχο έθνος
- κυριαρχικός, ηγεμονικός
- Greece will defend its sovereign rights- Η Ελλάδα θα υπερσπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsovereign (en)
- ο ηγεμόνας