ρυθμιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρυθμιστής < ρυθμίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρυθμιστής αρσενικό
- αυτός που ρυθμίζει, τροποποιεί, αλλάζει δεδομένα ενός αντικειμένου ή κατάστασης, που έχει καθοριστικό ρόλο, ο κυρίαρχος
ρυθμιστής αρσενικό