ενικός         πληθυντικός  
regulator regulators

  Ετυμολογία

επεξεργασία
regulator < regulate + -or

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

regulator (en)

  1. ο ρυθμιστής, η ρυθμιστική αρχή, αυτός που ρυθμίζει, ελέγχει και επιβάλλει την εκτέλεση κάποιων ενεργειών και δραστηριοτήτων σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, ρυθμούς
    ⮡  a regulator role in banking data - ρόλο ρυθμιστή στα τραπεζικά δεδομένα
    ⮡  a European regulator - Ευρωπαϊκή ρυθμιστική αρχή
  2. ο ρυθμιστής, συσκευή που ελέγχει κάτι όπως ταχύτητα, θερμοκρασία ή πίεση
    ⮡  fuel pressure regulators - ρυθμιστές πίεσης καυσίμου

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία