ρυθμιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρυθμιστικός < μεσαιωνική ελληνική ῥυθμιστικός < αρχαία ελληνική ῥυθμίζω < ῥυθμός
Επίθετο
επεξεργασίαρυθμιστικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρυθμιστικός
Δείτε επίσης : ῥυθμιστικός |
ρυθμιστικός