ῥυθμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ῥυθμός < αρχαία ελληνική ῥυθμός < ῥέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *srew- (ρέω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαῥυθμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ῥυθμός | οἱ | ῥυθμοί |
γενική | τοῦ | ῥυθμοῦ | τῶν | ῥυθμῶν |
δοτική | τῷ | ῥυθμῷ | τοῖς | ῥυθμοῖς |
αιτιατική | τὸν | ῥυθμόν | τοὺς | ῥυθμούς |
κλητική ὦ! | ῥυθμέ | ῥυθμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥυθμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ῥυθμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ῥυθμός < ῥέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *srew- (ρέω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαῥυθμός αρσενικό
- ο ρυθμός, κάθε κίνηση που επαναλαμβάνεται
- ※ πᾶς ῥυθμός ὡρισμένῃ μετρεῖται κινήσει (Αριστοτέλης)
- θάττονα ῥυθμὸν ἐπάγειν (:πιο γρήγορα)
- το μέτρο, η μετρημένη κίνηση ή χρόνος, στον ήχο (μουσική) ή αλλού, η τάξη, σειρά
- ※ τῇ δὴ τῆς κινήσεως τάξει ῥυθμὸς ὄνομα εἴη, τῇ δὲ αὖ τῆς φωνῆς, τοῦ τε ὀξέος ἅμα καὶ βαρέος συγκεραννυμένων, ἁρμονία ὄνομα προσαγορεύοιτο (Πλάτωνας)
- ο φυσιολογικός ρυθμός, η κανονική επανάληψη
- ἐν τῷ ῥυθμῷ ἀναπνεῖν
- διάθεση, τάση, ίσως και μοίρα, τρόπος ενέργειας, διευθέτησης
- οἷος ῥυσμὸς ἀνθρώπους ἔχει
- ὅσοι χθονίους ἔχουσι ῥυσμοὺς καὶ χαλεπούς
- σχήμα, είδος, στιλ
- ※ μετὰ δὲ χρόνου προβαίνοντος ἅμα τῇ φωνῇ μετέβαλλον καὶ τὸν ῥυθμὸν τῶν γραμμάτων (Ηρόδοτος, για το φοινικικό και ελληνικό αλφάβητο)
- κεγχροειδὲς τῷ ῥυθμῷ
- τῷ ῥυθμῷ σπογγῶδες
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ῥυθμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥυθμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.