Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ῥυθμός < αρχαία ελληνική ῥυθμός < ῥέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *srew- (ρέω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ῥυθμός




Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ῥυθμός οἱ ῥυθμοί
      γενική τοῦ ῥυθμοῦ τῶν ῥυθμῶν
      δοτική τῷ ῥυθμ τοῖς ῥυθμοῖς
    αιτιατική τὸν ῥυθμόν τοὺς ῥυθμούς
     κλητική ! ῥυθμέ ῥυθμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥυθμώ
γεν-δοτ τοῖν  ῥυθμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ῥυθμός < ῥέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *srew- (ρέω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ῥυθμός αρσενικό

  1. ο ρυθμός, κάθε κίνηση που επαναλαμβάνεται
    ※  πᾶς ῥυθμός ὡρισμένῃ μετρεῖται κινήσει (Αριστοτέλης)
    θάττονα ῥυθμὸν ἐπάγειν (:πιο γρήγορα)
  2. το μέτρο, η μετρημένη κίνηση ή χρόνος, στον ήχο (μουσική) ή αλλού, η τάξη, σειρά
    ※  τῇ δὴ τῆς κινήσεως τάξει ῥυθμὸς ὄνομα εἴη, τῇ δὲ αὖ τῆς φωνῆς, τοῦ τε ὀξέος ἅμα καὶ βαρέος συγκεραννυμένων, ἁρμονία ὄνομα προσαγορεύοιτο (Πλάτωνας)
  3. ο φυσιολογικός ρυθμός, η κανονική επανάληψη
    ἐν τῷ ῥυθμῷ ἀναπνεῖν
  4. διάθεση, τάση, ίσως και μοίρα, τρόπος ενέργειας, διευθέτησης
    οἷος ῥυσμὸς ἀνθρώπους ἔχει
    ὅσοι χθονίους ἔχουσι ῥυσμοὺς καὶ χαλεπούς
  5. σχήμα, είδος, στιλ
    ※  μετὰ δὲ χρόνου προβαίνοντος ἅμα τῇ φωνῇ μετέβαλλον καὶ τὸν ῥυθμὸν τῶν γραμμάτων (Ηρόδοτος, για το φοινικικό και ελληνικό αλφάβητο)
    κεγχροειδὲς τῷ ῥυθμῷ
    τῷ ῥυθμῷ σπογγῶδες

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία