ῥυθμίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαῥυθμίζω
- διευθετώ, κανονίζω, τακτοποιώ
- επαναφέρω στην τάξη, διορθώνω
- απαγγέλλω έμμετρα
- εναρμονίζω, ορίζω το μέσο
- (παθητικό) με επαναφέρουν στην τάξη, με ρυθμίζουν
- ⮡ νηλεῶς ὧδ᾽ ἐρρύθμισμαι (έτσι σκληρά ξαναμπήκα στη σειρά, με επανέφεραν σε τάξη) Αισχύλος, Προμηθεὺς Δεσμώτης Pr.243
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ῥυθμός
Σύνθετα
επεξεργασία- καταρρυθμίζω (βάζω ρυθμό, ίσως παραπάνω απ' όσο πρέπει)
- ἀναρρυθμίζω (επαναφέρω στην τάξη)
- διαρρυθμίζω (προσαρμόζω, εφαρμόζω)
- μεταρρυθμίζω (αλλάζω, αναθεωρώ)
- προσρυθμίζω (προσαρμόζω)
- προρρυθμίζω (ρυθμίζω εκ των προτέρων)
Κλίση
επεξεργασία- → λείπει η κλίση
- ενεργητική φωνή: ενεστώτας ῥυθμίζω,μέλλων ῥυθμιῶ, αόριστος ἐρρύθμισα
- παθητική φωνή: παρατατικός ἐρρυθμιζόμαν (δωρ. και αιολ.), αόριστος ἐρρυθμίσθην
Πηγές
επεξεργασία- ῥυθμίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥυθμίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.