Ετυμολογία

επεξεργασία
διαρρυθμίζω < ελληνιστική κοινή διαρρυθμίζω < αρχαία ελληνική διά + ῥυθμίζω

διαρρυθμίζω (παθητική φωνή: διαρρυθμίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία