αναθεωρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναθεωρώ < μεταγενέστερη (ελληνιστική κοινή) ἀναθεωρῶ < αρχαία ελληνική ἀνά + θεωρέω-θεωρῶ
Ρήμα
επεξεργασίααναθεωρώ (μεσοπαθητικό αναθεωρούμαι μόνον στο τρίτο πρόσωπο για άψυχα)
- εξετάζω ένα θέμα και αλλάζω άποψη επ' αυτού, τροποποιώ αποφάσεις, γνώμες, διατάξεις
- επανεξετάζω ένα θέμα χωρίς απαραιτήτως να αλλάξω άποψη επ' αυτού (σπάνια χρήση με αυτή την έννοια)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναθεωρώ | αναθεωρούσα | θα αναθεωρώ | να αναθεωρώ | αναθεωρώντας | |
β' ενικ. | αναθεωρείς | αναθεωρούσες | θα αναθεωρείς | να αναθεωρείς | (αναθεώρει) | |
γ' ενικ. | αναθεωρεί | αναθεωρούσε | θα αναθεωρεί | να αναθεωρεί | ||
α' πληθ. | αναθεωρούμε | αναθεωρούσαμε | θα αναθεωρούμε | να αναθεωρούμε | ||
β' πληθ. | αναθεωρείτε | αναθεωρούσατε | θα αναθεωρείτε | να αναθεωρείτε | αναθεωρείτε | |
γ' πληθ. | αναθεωρούν(ε) | αναθεωρούσαν(ε) | θα αναθεωρούν(ε) | να αναθεωρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναθεώρησα | θα αναθεωρήσω | να αναθεωρήσω | αναθεωρήσει | ||
β' ενικ. | αναθεώρησες | θα αναθεωρήσεις | να αναθεωρήσεις | αναθεώρησε | ||
γ' ενικ. | αναθεώρησε | θα αναθεωρήσει | να αναθεωρήσει | |||
α' πληθ. | αναθεωρήσαμε | θα αναθεωρήσουμε | να αναθεωρήσουμε | |||
β' πληθ. | αναθεωρήσατε | θα αναθεωρήσετε | να αναθεωρήσετε | αναθεωρήστε | ||
γ' πληθ. | αναθεώρησαν αναθεωρήσαν(ε) |
θα αναθεωρήσουν(ε) | να αναθεωρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναθεωρήσει | είχα αναθεωρήσει | θα έχω αναθεωρήσει | να έχω αναθεωρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναθεωρήσει | είχες αναθεωρήσει | θα έχεις αναθεωρήσει | να έχεις αναθεωρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναθεωρήσει | είχε αναθεωρήσει | θα έχει αναθεωρήσει | να έχει αναθεωρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναθεωρήσει | είχαμε αναθεωρήσει | θα έχουμε αναθεωρήσει | να έχουμε αναθεωρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναθεωρήσει | είχατε αναθεωρήσει | θα έχετε αναθεωρήσει | να έχετε αναθεωρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναθεωρήσει | είχαν αναθεωρήσει | θα έχουν αναθεωρήσει | να έχουν αναθεωρήσει |
|