ενεστώτας revise
γ΄ ενικό ενεστώτα revises
αόριστος revised
παθητική μετοχή revised
ενεργητική μετοχή revising

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɹɪˈvaɪ̯z/

revise (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) αναθεωρώ, ανασυντάσσω, αλλάζω κάτι για να το διορθώσω ή να το βελτιώσω επειδή έμαθα νέες πληροφορίες
    ⮡  Parliament revised certain articles of the constitution.
    Η βουλή αναθεώρησε ορισμένα άρθρα του συντάγματος.
    ⮡  Life experience has forced me to revise many of my views.
    Η πείρα της ζωής με υποχρέωσε να αναθεωρήσω πολλές από τις απόψεις μου.
    ⮡  Voter rolls are revised every January.
    Οι εκλογικοί κατάλογοι ανασυντάσσονται κάθε Γενάρη.