revise
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | revise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | revises |
αόριστος | revised |
παθητική μετοχή | revised |
ενεργητική μετοχή | revising |
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
revise (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αναθεωρώ, ανασυντάσσω, αλλάζω κάτι για να το διορθώσω ή να το βελτιώσω επειδή έμαθα νέες πληροφορίες
- ↪ Parliament revised certain articles of the constitution.
- Η βουλή αναθεώρησε ορισμένα άρθρα του συντάγματος.
- ↪ Life experience has forced me to revise many of my views.
- Η πείρα της ζωής με υποχρέωσε να αναθεωρήσω πολλές από τις απόψεις μου.
- ↪ Voter rolls are revised every January.
- Οι εκλογικοί κατάλογοι ανασυντάσσονται κάθε Γενάρη.
- ↪ Parliament revised certain articles of the constitution.