Δείτε επίσης: ρέω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *srew- (ρέω). Συγγενή: σανσκριτική स्रवति (srávati), παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική строуꙗ (struja, ροή), αγγλική stream

ῥέω & ομηρικός τύπος ῥείω

  1. ρέω, κυλώ
    ※  4ος/3ος πκε αιώνας Θεόφραστος, De lapidibus, Fragment 2 Chapter 2 (2.2), @scaife.perseus
    Κατὰ δὴ τὴν πύρωσιν οἱ μὲν τήκονται καὶ ῥέουσιν ὥσπερ οἱ μεταλλευτοί. ῥεῖ γὰρ ἅμα τῷ ἀργύρῳ καὶ τῷ χαλκῷ καὶ σιδήρῳ καὶ ἡ λίθος ἡ ἐκ τούτων, εἴτʼ οὖν διὰ τὴν ὑγρότητα τῶν ἐνυπαρχόντων εἴτε καὶ διʼ αὐτούς. ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ πυρομάχοι καὶ οἱ μυλίαι ῥέουσιν οἷς ἐπιτιθέασιν οἱ καίοντες.
  2. αναβλύζω
  3. στάζω
  4. χύνω

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ο παθητικός αόριστος ἐρρύην χρησιμοποιείτο ως ενεργητικός και δεν είχε προστακτική
  • στο μέλλοντα απαντώνται οι επιπλέον τύποι ῥεύσω και ῥευσοῦμαι (μεταγενέστεροι, των χριστιανικών χρόνων), όπως και ο τύπος ῥεύσομαι (επικός τύπος και στον Ηρόδοτο). Ο μέλλοντας ῥυήσομαι που παρατίθεται, απαντά κυρίως συνθετος (εἰσρυήσομαι)
  • ο αόριστος ἔρρευσα απαντά κυρίως σύνθετος
  • ο υπερσυντέλικος απαντά κυρίως σε συνθετα όπως συνερρυήκειν
  • απαντούν σε σύνθετη μορφή και τύποι μέσου παρατατικού όπως περιερρεῖτο