ἄργυρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἄργυρος | οἱ | ἄργυροι |
γενική | τοῦ | ἀργύρου | τῶν | ἀργύρων |
δοτική | τῷ | ἀργύρῳ | τοῖς | ἀργύροις |
αιτιατική | τὸν | ἄργυρον | τοὺς | ἀργύρους |
κλητική ὦ! | ἄργυρε | ἄργυροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀργύρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀργύροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαἄργυρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂erǵ-. Συγγενή: μυκηναϊκή 𐀀𐀓𐀫 (a-ku-ro), λατινική argentum, σανσκριτική अर्जुन (árjuna), παλαιά αρμενική արծաթ (arcat)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἄργυρος αρσενικό
- (μεταλλουργία) ο άργυρος
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, De lapidibus, Fragment 2 Chapter 2 (2.2), @scaife.perseus
- (νομίσματα) χρήματα σε αργυρά νομίσματα
Πηγές
επεξεργασία- ἄργυρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄργυρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.