πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄργυρος οἱ ἄργυροι
      γενική τοῦ ἀργύρου τῶν ἀργύρων
      δοτική τῷ ἀργύρ τοῖς ἀργύροις
    αιτιατική τὸν ἄργυρον τοὺς ἀργύρους
     κλητική ! ἄργυρε ἄργυροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀργύρω
γεν-δοτ τοῖν  ἀργύροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄργυρος αρσενικό

  1. (μεταλλουργία) ο άργυρος
      4ος/3ος πκε αιώνας Θεόφραστος, De lapidibus, Fragment 2 Chapter 2 (2.2), @scaife.perseus
    Κατὰ δὴ τὴν πύρωσιν οἱ μὲν τήκονται καὶ ῥέουσιν ὥσπερ οἱ μεταλλευτοί. ῥεῖ γὰρ ἅμα τῷ ἀργύρῳ καὶ τῷ χαλκῷ καὶ σιδήρῳ καὶ ἡ λίθος ἡ ἐκ τούτων, εἴτʼ οὖν διὰ τὴν ὑγρότητα τῶν ἐνυπαρχόντων εἴτε καὶ διʼ αὐτούς. ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ πυρομάχοι καὶ οἱ μυλίαι ῥέουσιν οἷς ἐπιτιθέασιν οἱ καίοντες.
  2. (νομίσματα) χρήματα σε αργυρά νομίσματα