𐀀𐀓𐀫 < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂erǵ-. Συγγενής, η αρχαία ελληνική ἄργυρος
𐀀𐀓𐀫 (a-ku-ro)
Mycenean (Linear b) – English Glossary by Gavalas Markos