Δείτε επίσης: ἄργυρος, αργυρός, Αργυρός

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  • Χημικό στοιχείο: Ag
  • Ατομικός αριθμός : 47
  • Προηγούμενο = Pd
  • Επόμενο = Cd

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

  Ετυμολογία Επεξεργασία

άργυρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄργυρος < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂erǵ-

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈaɾ.ʝi.ɾos/
τονικό παρώνυμο: αργυρός

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άργυρος οι άργυροι
      γενική του αργύρου
άργυρου
των αργύρων
    αιτιατική τον άργυρο τους αργύρους
     κλητική άργυρε άργυροι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
καθαρός άργυρος

άργυρος αρσενικό

  1. (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό και χημικό σύμβολο το Ag
  2. (μεταλλουργία) πολύτιμο μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη κατασκευή κοσμημάτων, βραβείων και νομισμάτων, το ασήμι

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία