άργυρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
|
Ετυμολογία
επεξεργασία
- άργυρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄργυρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂erǵ-
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άργυρος | οι | άργυροι |
γενική | του | αργύρου & άργυρου |
των | αργύρων |
αιτιατική | τον | άργυρο | τους | αργύρους |
κλητική | άργυρε | άργυροι | ||
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

άργυρος αρσενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό και χημικό σύμβολο το Ag
- (μεταλλουργία) πολύτιμο μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη κατασκευή κοσμημάτων, βραβείων και νομισμάτων, το ασήμι
Συγγενικά
επεξεργασία- Ανάργυρος
- ανεξαργύρωτος
- αργυραμοιβός
- Αργύρης
- αργύριο
- αργυρός
- Αργυρός
- αργυρορυχείο
- Αργυρούπολη
- αργυρούχος
- αργυρόχροος
- αργυροχρυσοχοΐα
- αργυροχρυσοχόος
- αργυρόχρωμος
- Αργυρώ
- αργυρώνητος
- εξαργυρώνω
- εξαργύρωση
- εξαργυρώσιμος
- επάργυρος
- επαργυρώνω
- επαργύρωση
- νεάργυρος (χημεία)
- υδραργυρικός
- υδράργυρος (χημεία)
- υδραργυρούχος
- φιλαργυρία
- φιλάργυρος
- ψευδάργυρος (χημεία)
- ψευδαργυρώνω
- ψευδαργύρωση
- αναλυτικότερα για τοπωνύμια και επώνυμα → δείτε τη λέξη Αργύρης
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
άργυρος
|