άργυρος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
|
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άργυρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄργυρος < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂erǵ-
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άργυρος | οι | άργυροι |
γενική | του | αργύρου & άργυρου |
των | αργύρων |
αιτιατική | τον | άργυρο | τους | αργύρους |
κλητική | άργυρε | άργυροι | ||
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
άργυρος αρσενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό και χημικό σύμβολο το Ag
- (μεταλλουργία) πολύτιμο μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη κατασκευή κοσμημάτων, βραβείων και νομισμάτων, το ασήμι
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- άργυρος στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
άργυρος
|