Δείτε επίσης: ἄργυρος, αργυρός, Αργυρός
  • Χημικό στοιχείο: Ag
  • Ατομικός αριθμός : 47
  • Προηγούμενο = Pd
  • Επόμενο = Cd

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άργυρος οι άργυροι
      γενική του αργύρου
& άργυρου
των αργύρων
    αιτιατική τον άργυρο τους αργύρους
     κλητική άργυρε άργυροι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
καθαρός άργυρος

άργυρος αρσενικό

  1. (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό και χημικό σύμβολο το Ag
  2. (μεταλλουργία) πολύτιμο μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη κατασκευή κοσμημάτων, βραβείων και νομισμάτων, το ασήμι

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία