Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιλαργυρία οι φιλαργυρίες
      γενική της φιλαργυρίας των φιλαργυριών
    αιτιατική τη φιλαργυρία τις φιλαργυρίες
     κλητική φιλαργυρία φιλαργυρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλαργυρία < αρχαία ελληνική φιλαργυρία < φιλάργυρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιλαργυρία θηλυκό

  1. Υπερβολική αγάπη για το χρήμα
  2. Το να είναι κανείς τσιγκούνης, να μη θέλει να διαθέσει υλικά αγαθά για τον εαυτό του ή για τους άλλους

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Συνώνυμα:Φιλοχρηματία