Ετυμολογία

επεξεργασία
stinginess < stingy + -ness

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

stinginess (en) (μη μετρήσιμο, ανεπίσημο)

  • η φιλαργυρία, το να είναι κανείς τσιγκούνης, να μη θέλει να δώσει αρκετά υλικά αγαθά ή χρήματα
    ⮡  Let’s examine frugality as opposed to stinginess.
    Να εξετάσουμε την οικονομία σε αντιδιαστολή με τη φιλαργυρία.