υδράργυρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
|
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈðɾaɾ.ʝi.ɾos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
υδράργυρος αρσενικό
- (χημεία) υγρό μεταλλικό χημικό στοιχείο με αργυρό χρώμα, ατομικό αριθμό 80 και χημικό σύμβολο το Hg
- (συνεκδοχικά) η ποσότητα του παραπάνω στοιχείου στα θερμόμετρα
Εκφράσεις επεξεργασία
- ανεβαίνει / κατεβαίνει ο υδράργυρος : αυξάνεται / μειώνεται η θερμοκρασία // (μεταφορικά) αυξάνεται / μειώνεται η ένταση
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υδράργυρος