υδραργυρούχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υδραργυρούχος < υδράργυρος + -ούχος ( < έχω)
Επίθετο επεξεργασία
υδραργυρούχος, -α, -ο
- που περιέχει υδράργυρο
- υδραργυρούχα σκευάσματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
υδραργυρούχος
|
υδραργυρούχος, -α, -ο
|