Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδραργυρούχος η υδραργυρούχα το υδραργυρούχο
      γενική του υδραργυρούχου της υδραργυρούχας του υδραργυρούχου
    αιτιατική τον υδραργυρούχο την υδραργυρούχα το υδραργυρούχο
     κλητική υδραργυρούχε υδραργυρούχα υδραργυρούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδραργυρούχοι οι υδραργυρούχες τα υδραργυρούχα
      γενική των υδραργυρούχων των υδραργυρούχων των υδραργυρούχων
    αιτιατική τους υδραργυρούχους τις υδραργυρούχες τα υδραργυρούχα
     κλητική υδραργυρούχοι υδραργυρούχες υδραργυρούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδραργυρούχος < υδράργυρος + -ούχος ( < έχω)

  Επίθετο επεξεργασία

υδραργυρούχος, -α, -ο

  • που περιέχει υδράργυρο
υδραργυρούχα σκευάσματα

  Μεταφράσεις επεξεργασία