θάλλιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
|
Ετυμολογία επεξεργασία
- θάλλιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική thallium < αρχαία ελληνική θαλλός
Ουσιαστικό επεξεργασία
θάλλιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) εύπλαστο, αργυρόλευκο, μεταλλικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 81 και χημικό σύμβολο το Tl
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θάλλιο | τα | θάλλια |
γενική | του | θαλλίου & θάλλιου |
των | θαλλίων |
αιτιατική | το | θάλλιο | τα | θάλλια |
κλητική | θάλλιο | θάλλια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- θάλλιο στη Βικιπαίδεια