μόλυβδος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
|
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μόλυβδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μόλυβδος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μόλυβδος αρσενικό
- (χημεία) χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 82 και χημικό σύμβολο το Pb
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μόλυβδος | οι | μόλυβδοι |
γενική | του | μόλυβδου & μολύβδου |
των | μόλυβδων & μολύβδων |
αιτιατική | τον | μόλυβδο | τους | μόλυβδους & μολύβδους |
κλητική | μόλυβδε | μόλυβδοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- μόλυβδος στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μόλυβδος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μόλυβδος < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μόλυβδος αρσενικό
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- μολύβδαινα
- μολυβδικός
- μολύβδινος
- μολυβδίς
- μολυβδόω
- και Λέξεις μολυβδ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
- Λέξεις μολιβ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
με μολιβδ-
ΠηγέςΕπεξεργασία
- μόλυβδος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μόλυβδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.