μόλυβδος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μόλυβδος < αρχαία ελληνική μόλυβδος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μόλυβδος αρσενικό
- (χημεία) χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 82 και χημικό σύμβολο το Pb
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μόλυβδος | οι | μόλυβδοι |
γενική | του | μολύβδου & μόλυβδου |
των | μολύβδων & μόλυβδων |
αιτιατική | τον | μόλυβδο | τους | μολύβδους & μόλυβδους |
κλητική | μόλυβδε | μόλυβδοι | ||
όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μόλυβδος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μόλυβδος < μόλιβος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μόλυβδος αρσενικό