μολυβδαίνιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
|
Ετυμολογία επεξεργασία
- μολυβδαίνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική molybdaenum < αρχαία ελληνική μόλυβδος (επειδή τα δυο στοιχεία συγχέονται συχνά)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μολυβδαίνιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 42 και χημικό σύμβολο το Mo
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μολυβδαίνιο | τα | μολυβδαίνια |
γενική | του | μολυβδαίνιου & μολυβδαινίου |
των | μολυβδαίνιων & μολυβδαινίων |
αιτιατική | το | μολυβδαίνιο | τα | μολυβδαίνια |
κλητική | μολυβδαίνιο | μολυβδαίνια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Άλλες γραφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μολυβδαίνιο
|