μολυβένιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μολυβένιος | η | μολυβένια | το | μολυβένιο |
γενική | του | μολυβένιου | της | μολυβένιας | του | μολυβένιου |
αιτιατική | τον | μολυβένιο | τη | μολυβένια | το | μολυβένιο |
κλητική | μολυβένιε | μολυβένια | μολυβένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μολυβένιοι | οι | μολυβένιες | τα | μολυβένια |
γενική | των | μολυβένιων | των | μολυβένιων | των | μολυβένιων |
αιτιατική | τους | μολυβένιους | τις | μολυβένιες | τα | μολυβένια |
κλητική | μολυβένιοι | μολυβένιες | μολυβένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαμολυβένιος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μολυβένιος < μολύβ(ι) + -ένιος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mo.liˈve.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐λυ‐βέ‐νιος
Επίθετο
επεξεργασίαμολυβένιος, -α, -ο
- φτιαγμένος από μόλυβδο
- ↪ παίζει με μολυβένια στρατιωτάκια
- ≈ συνώνυμα: μολύβδινος
- που έχει χρώμα μολυβί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μολύβι
Μεταφράσεις
επεξεργασία μολυβένιος
|
Πηγές
επεξεργασία- μολυβένιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασίαμολυβένιος < μολύβ(ι) + -ένιος
Επίθετο
επεξεργασίαμολυβένιος
- φτιαγμένος από μόλυβδο
- (μεταφορικά) βαρύς σα μολύβι, όπως ο μόλυβδος (όπως η καρδιά)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη μολύβι
Πηγές
επεξεργασία- μολυβένιος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].