Δείτε επίσης: μολυβί
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μολύβι τα μολύβια
      γενική του μολυβιού των μολυβιών
    αιτιατική το μολύβι τα μολύβια
     κλητική μολύβι μολύβια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μολύβι ουδέτερο

  1. (γραφική ύλη) αντικείμενο που χρησιμεύει στη γραφή, αποτελούμενο από μια στήλη γραφίτη περιβαλλόμενη συνήθως από ξύλο
     δείτε γραφίδα
  2. κοινή ονομασία του μόλυβδου
    σύμβολο: Pb
    1. (λαϊκότροπο) το βλήμα όπλου
       συνώνυμα: βόλι, σφαίρα
    2. (μεταφορικά) σα μολύβι
      1. πολύ βαρύς
      2. πολύ δυσκίνητος
      3. πολύ δύσπεπτος (για φαγητό)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.