Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μολυβιών ουδέτερο ή θηλυκό

  1. γενική πληθυντικού του μολύβι
  2. γενική πληθυντικού του μολυβιά