μολυβάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μολυβάκι | τα | μολυβάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μολυβάκι | τα | μολυβάκια |
κλητική | μολυβάκι | μολυβάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μολυβάκι < μολύβι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμολυβάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του μολύβι
Μεταφράσεις
επεξεργασία μολυβάκι
|