δύσπεπτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δύσπεπτος < αρχαία ελληνική δύσπεπτος < πέψις
Επίθετο
επεξεργασίαδύσπεπτος
- (φυσιολογία) που δύσκολα χωνεύεται από το πεπτικό σύστημα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δύσπεπτος
|