Ετυμολογία

επεξεργασία
χωνεύω < μεσαιωνική ελληνική χωνεύω (παρόμοια σημασία) < ελληνιστική κοινή χωνεύω / χοανεύω < αρχαία ελληνική χόανος < χέω

χωνεύω (παθητική φωνή: χωνεύομαι)

  1. αναφέρεται στη διαδικασία της πέψης
  2. (μεταφορικά, με άρνηση) συμπαθώ κάποιον
    ⮡  Δεν τον χωνεύω καθόλου αυτόν τον υπερφίαλο άνθρωπο
  3. (μεταφορικά) κατανοώ τις αιτίες ενός γεγονότος και το αποδέχομαι
    ⮡  Δεν μπορώ να το χωνέψω ότι μου συμπεριφέρθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο μετά από τόσα χρόνια φιλίας

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
χωνεύω < χοανεύω < αρχαία ελληνική χόανος < χέω

χωνεύω

  1. (ελληνιστική κοινή) ρίχνω λιωμένο μέταλλο σε ένα καλούπι, μειγνύω μέταλλα
    ⮡ χαλκὸν πρῶτοι καὶ ἀλάλματα ἐχωνεύσαντο
  2. λιώνω μέταλλο
    ⮡  ὑπὸ τοῦ πυρὸς κεχωνευμένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία