↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χωνευτικός η χωνευτική το χωνευτικό
      γενική του χωνευτικού της χωνευτικής του χωνευτικού
    αιτιατική τον χωνευτικό τη χωνευτική το χωνευτικό
     κλητική χωνευτικέ χωνευτική χωνευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χωνευτικοί οι χωνευτικές τα χωνευτικά
      γενική των χωνευτικών των χωνευτικών των χωνευτικών
    αιτιατική τους χωνευτικούς τις χωνευτικές τα χωνευτικά
     κλητική χωνευτικοί χωνευτικές χωνευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χωνευτικός < χωνεύω + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

χωνευτικός ή -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία