Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χωνευτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χωνευτικ
ός
η
χωνευτικ
ή
το
χωνευτικ
ό
γενική
του
χωνευτικ
ού
της
χωνευτικ
ής
του
χωνευτικ
ού
αιτιατική
τον
χωνευτικ
ό
τη
χωνευτικ
ή
το
χωνευτικ
ό
κλητική
χωνευτικ
έ
χωνευτικ
ή
χωνευτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χωνευτικ
οί
οι
χωνευτικ
ές
τα
χωνευτικ
ά
γενική
των
χωνευτικ
ών
των
χωνευτικ
ών
των
χωνευτικ
ών
αιτιατική
τους
χωνευτικ
ούς
τις
χωνευτικ
ές
τα
χωνευτικ
ά
κλητική
χωνευτικ
οί
χωνευτικ
ές
χωνευτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
χωνευτικός
<
χωνεύω
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
χωνευτικός ή -ό
που μας βοηθάει να
χωνέψουμε
το φαγητό
Συγγενικά
επεξεργασία
χωνευτικότητα
→
δείτε
τις λέξεις
χωνεύω
και
χωνί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χωνευτικός
γαλλικά
:
digestif
(fr)