μειγνύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μειγνύω < αρχαία ελληνική μειγνύω / μείγνυμι
Ρήμα επεξεργασία
μειγνύω (παθητική φωνή: μειγνύομαι)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μειγνύω
|
μειγνύω (παθητική φωνή: μειγνύομαι)
|