Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιμειξία οι επιμειξίες
      γενική της επιμειξίας των επιμειξιών
    αιτιατική την επιμειξία τις επιμειξίες
     κλητική επιμειξία επιμειξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιμειξία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιμειξία θηλυκό

  1. η διασταύρωση και αναπαραγωγή ανθρώπων που ανήκουν σε διαφορετικούς λαούς ή φυλετικά σύνολα
  2. η διασταύρωση και αναπαραγωγή ζώων από διαφορετικές φυλές, με στόχο τη βελτίωση των χαρακτηριστικών τους

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία