αναμεμειγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αναμεμειγμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναμεμειγμένος μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἀναμείγνυμι [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.na.me.miɣˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐με‐μειγ‐μέ‐νος
- παλιότερος συλλαβισμός : α‐να‐με‐μει‐γμέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασία
αναμεμειγμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αναμειγνύω: που έχει αναμιχθεί σε κάτι, εμπλακεί, ανακατευτεί (για πρόσωπα. συνήθως με αρνητική χροιά)
- ⮡ Ο κατηγορούμενος φέρεται αναμεμειγμένος σε υπόθεση αρχαιοκαπηλίας.
- ⮡ Η σύζυγος του υπουργού ήταν αναμεμειγμένη σε σκάνδαλο.
- ⮡ αναμεμειγμένα κονιάματα/υλικά, ιστορικά στοιχεία αναμεμειγμένα με μυθικά
- ⮡ αναμεμειγμένες ουσίες
Άλλες γραφές
επεξεργασία- αναμεμιγμένος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αναμιγνύω και αναμειγνύω
- ανάμιξη και ανάμειξη
- ανάμικτος και ανάμεικτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αναμεμειγμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας