Δείτε επίσης: ἀναμεμειγμένος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναμεμειγμένος η αναμεμειγμένη το αναμεμειγμένο
      γενική του αναμεμειγμένου της αναμεμειγμένης του αναμεμειγμένου
    αιτιατική τον αναμεμειγμένο την αναμεμειγμένη το αναμεμειγμένο
     κλητική αναμεμειγμένε αναμεμειγμένη αναμεμειγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναμεμειγμένοι οι αναμεμειγμένες τα αναμεμειγμένα
      γενική των αναμεμειγμένων των αναμεμειγμένων των αναμεμειγμένων
    αιτιατική τους αναμεμειγμένους τις αναμεμειγμένες τα αναμεμειγμένα
     κλητική αναμεμειγμένοι αναμεμειγμένες αναμεμειγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.na.me.miɣˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναμεμειγμένος
παλιότερος συλλαβισμός: αναμεμειγμένος

αναμεμειγμένος, -η, -ο

Άλλες γραφές

επεξεργασία
  • αναμεμιγμένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία