αναμεμειγμένος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αναμεμειγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αναμιγνύω και αναμειγνύω
ΜετοχήΕπεξεργασία
αναμεμειγμένος, -η, -ο
- που έχει αναμιχθεί σε κάτι, εμπλακεί, ανακατευτεί, συνήθως με αρνητική χροιά σε ό,τι αφορά σε πρόσωπα
- Ο κατηγορούμενος φέρεται αναμεμειγμένος σε υπόθεση αρχαιοκαπηλίας
- Η σύζυγος του υπουργού ήταν αναμεμειγμένη σε σκάνδαλο
- αναμεμειγμένα κονιάματα/υλικά, ιστορικά στοιχεία αναμεμειγμένα με μυθικά
- αναμεμειγμένες ουσίες
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- αναμιγνύω και αναμειγνύω
- ανάμιξη και ανάμειξη
- ανάμικτος και ανάμεικτος