Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανακατεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.3
Εκφράσεις
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανακατεμέν
ος
η
ανακατεμέν
η
το
ανακατεμέν
ο
γενική
του
ανακατεμέν
ου
της
ανακατεμέν
ης
του
ανακατεμέν
ου
αιτιατική
τον
ανακατεμέν
ο
την
ανακατεμέν
η
το
ανακατεμέν
ο
κλητική
ανακατεμέν
ε
ανακατεμέν
η
ανακατεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανακατεμέν
οι
οι
ανακατεμέν
ες
τα
ανακατεμέν
α
γενική
των
ανακατεμέν
ων
των
ανακατεμέν
ων
των
ανακατεμέν
ων
αιτιατική
τους
ανακατεμέν
ους
τις
ανακατεμέν
ες
τα
ανακατεμέν
α
κλητική
ανακατεμέν
οι
ανακατεμέν
ες
ανακατεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανακατεμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ανακατεύω
Μετοχή
επεξεργασία
ανακατεμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ανακατεύω
Εκφράσεις
επεξεργασία
ανακατεμένος ο ερχόμενος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανακατεμένος
γαλλικά
:
mélangé
(fr)