Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρχαιοκαπηλία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αρχαιοκαπηλί
α
οι
αρχαιοκαπηλί
ες
γενική
της
αρχαιοκαπηλί
ας
των
αρχαιοκαπηλι
ών
αιτιατική
την
αρχαιοκαπηλί
α
τις
αρχαιοκαπηλί
ες
κλητική
αρχαιοκαπηλί
α
αρχαιοκαπηλί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρχαιοκαπηλία
<
αρχαιοκάπηλος
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρχαιοκαπηλία
θηλυκό
το
παράνομο
εμπόριο
αρχαίων αντικειμένων
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
αρχαιοκάπηλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρχαιοκαπηλία
αγγλικά
:
smuggling
(en)
of
antiquities
(en)
γαλλικά
:
trafic
(fr)
d'
antiquités
(fr)