↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανάμικτος η ανάμικτη το ανάμικτο
      γενική του ανάμικτου της ανάμικτης του ανάμικτου
    αιτιατική τον ανάμικτο την ανάμικτη το ανάμικτο
     κλητική ανάμικτε ανάμικτη ανάμικτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανάμικτοι οι ανάμικτες τα ανάμικτα
      γενική των ανάμικτων των ανάμικτων των ανάμικτων
    αιτιατική τους ανάμικτους τις ανάμικτες τα ανάμικτα
     κλητική ανάμικτοι ανάμικτες ανάμικτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανάμικτος < (ελληνιστική κοινή) ἀνάμικτος < ἀνά και μίγνυμι

  Επίθετο

επεξεργασία

ανάμικτος (& ανάμεικτος & ανάμιχτος & ανάμειχτος)

  1. που δεν αποτελείται από ένα στοιχείο (ουσιών, χρωμάτων, συναισθημάτων, τροφίμων) αλλά από παραπάνω, που είναι ανακατεμένος, όχι απαραιτήτως με δυσάρεστη έννοια όπως συνήθως το ανάκατος
    • Παγωγό παρφέ, ανάμικτο με κρέμα και φουντούκια και κομμάτια φρούτων και σοκολάτα
    • Χυμός ανάμικτος, Σαλάτα ανάμικτη
  2. ασαφής, που προκαλεί σύγχυση, με στοιχεία αντικρουόμενα, αλληλοσυγκρουόμενα, αντιφατικά
    • Ανάμικτα ήταν τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα για τη μεταποίηση στην Κίνα τον Μάρτιο, με τον δείκτη PMI που δημοσιεύει η HSBC να υποδεικνύει περαιτέρω εξασθένηση της δραστηριότητας, σε αντίθεση με τον επίσημο PMI που έδειξε επέκταση.
    • Τα συναισθήματά του ήταν ανάμικτα και ένιωθε σύγχυση
  3. νοθευμένος (σπάνια χρήση)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία