ανάμικτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανάμικτος < (ελληνιστική κοινή) ἀνάμικτος < ἀνά και μίγνυμι
Επίθετο
επεξεργασίαανάμικτος (& ανάμεικτος & ανάμιχτος & ανάμειχτος)
- που δεν αποτελείται από ένα στοιχείο (ουσιών, χρωμάτων, συναισθημάτων, τροφίμων) αλλά από παραπάνω, που είναι ανακατεμένος, όχι απαραιτήτως με δυσάρεστη έννοια όπως συνήθως το ανάκατος
- Παγωγό παρφέ, ανάμικτο με κρέμα και φουντούκια και κομμάτια φρούτων και σοκολάτα
- Χυμός ανάμικτος, Σαλάτα ανάμικτη
- ασαφής, που προκαλεί σύγχυση, με στοιχεία αντικρουόμενα, αλληλοσυγκρουόμενα, αντιφατικά
- Ανάμικτα ήταν τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα για τη μεταποίηση στην Κίνα τον Μάρτιο, με τον δείκτη PMI που δημοσιεύει η HSBC να υποδεικνύει περαιτέρω εξασθένηση της δραστηριότητας, σε αντίθεση με τον επίσημο PMI που έδειξε επέκταση.
- Τα συναισθήματά του ήταν ανάμικτα και ένιωθε σύγχυση
- νοθευμένος (σπάνια χρήση)