↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανάμειχτος η ανάμειχτη το ανάμειχτο
      γενική του ανάμειχτου της ανάμειχτης του ανάμειχτου
    αιτιατική τον ανάμειχτο την ανάμειχτη το ανάμειχτο
     κλητική ανάμειχτε ανάμειχτη ανάμειχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανάμειχτοι οι ανάμειχτες τα ανάμειχτα
      γενική των ανάμειχτων των ανάμειχτων των ανάμειχτων
    αιτιατική τους ανάμειχτους τις ανάμειχτες τα ανάμειχτα
     κλητική ανάμειχτοι ανάμειχτες ανάμειχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανάμειχτος < ανάμεικτος

  Επίθετο

επεξεργασία

ανάμειχτος, -η, -ο (& ανάμιχτος)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία