Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός mixed
συγκριτικός more mixed
υπερθετικός most mixed

mixed (en)

  1. μικτός, που αποτελείται από δύο ή περισσότερα διαφορετικά στοιχεία
    ⮡  a mixed number - μεικτός αριθμός
  2. ανάμικτος, που έχει και καλές και κακές ιδιότητες ή συναισθήματα
    ⮡  a mixed reception - ανάμικτη υποδοχή (πχ με επευφημίες και αποδοκιμασίες)
    ⮡  I am having mixed feelings about something.
    Έχω ανάμικτα αισθήματα για κάτι.
  3. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ανάμικτος, μικτός, που αποτελείται από διαφορετικά είδη ανθρώπων, για παράδειγμα, άτομα από διαφορετικές φυλές και πολιτισμούς
    ⮡  The village’s mixed population has locals and refugees.
    Ο πληθυσμός του χωριού είναι ανάμεικτος από ντόπιους και πρόσφυγες.
    ⮡  a mixed marriage - μεικτός γάμος
  4. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ανάμικτος, που αποτελείται από διαφορετικούς τύπους του ίδιου πράγματος
    ⮡  a mixed salad - ανάμικτη σαλάτα
    ⮡  ice cream mixed with vanilla and chocolate - παγωτό ανάμεικτο με βανίλια και σοκολάτα
  5. (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) μικτός, και για άντρες και για γυναίκες
    ⮡  a mixed school - μικτό σχολείο
    ⮡  mixed restrooms - μεικτά λουτρά

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

mixed (en)