ανάκατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανάκατος | η | ανάκατη | το | ανάκατο |
γενική | του | ανάκατου | της | ανάκατης | του | ανάκατου |
αιτιατική | τον | ανάκατο | την | ανάκατη | το | ανάκατο |
κλητική | ανάκατε | ανάκατη | ανάκατο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανάκατοι | οι | ανάκατες | τα | ανάκατα |
γενική | των | ανάκατων | των | ανάκατων | των | ανάκατων |
αιτιατική | τους | ανάκατους | τις | ανάκατες | τα | ανάκατα |
κλητική | ανάκατοι | ανάκατες | ανάκατα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανάκατος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνάκατος < από το αμαρτύρητο *ἀνώκατος < ἄνω κάτω με την επίδραση του ἀνά[1][2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈna.ka.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νά‐κα‐τος
Επίθετο επεξεργασία
ανάκατος, -η, -ο
- που είναι άνω κάτω, χωρίς σειρά, σε κατάσταση αταξίας
- που περιέχει διάφορα ξένα στοιχεία αναμεμειγμένα
Παράγωγα επεξεργασία
- ανάκατα (επίρρημα)
Συγγενικά επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ανάκατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.