↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανακατωμένος η ανακατωμένη το ανακατωμένο
      γενική του ανακατωμένου της ανακατωμένης του ανακατωμένου
    αιτιατική τον ανακατωμένο την ανακατωμένη το ανακατωμένο
     κλητική ανακατωμένε ανακατωμένη ανακατωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανακατωμένοι οι ανακατωμένες τα ανακατωμένα
      γενική των ανακατωμένων των ανακατωμένων των ανακατωμένων
    αιτιατική τους ανακατωμένους τις ανακατωμένες τα ανακατωμένα
     κλητική ανακατωμένοι ανακατωμένες ανακατωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανακατωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανακατώνω

ανακατωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ανακατώνω

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία