Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κομπιναιζόν < (άμεσο δάνειο) γαλλική combinaison

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kom.bi.neˈzon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐μπι‐ναι‐ζόν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κομπιναιζόν ουδέτερο άκλιτο