κάλτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάλτσα | οι | κάλτσες |
γενική | της | κάλτσας | των | καλτσών |
αιτιατική | την | κάλτσα | τις | κάλτσες |
κλητική | κάλτσα | κάλτσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κάλτσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάλτσα < ιταλική calza < δημώδης λατινική *calcea < λατινική calceus (υπόδημα) < calx (φτέρνα)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkal.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κάλ‐τσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κάλτσα θηλυκό
Εκφράσεις επεξεργασία
- διαβόλου κάλτσα: πολύ έξυπνος άνθρωπος
Συγγενικά επεξεργασία
- ακάλτσωτος
- καλτσάκι
- (καλτσόν), καλσόν
- καλτσούλα
- καλτσώνω
- ξεκάλτσωτος
- → δείτε και τη λέξη καλιγώνω
Σύνθετα επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κάλτσα
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κάλτσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική calza & παλαιά γαλλική calce < δημώδης λατινική *calcea < λατινική calceus (υπόδημα) < calx (φτέρνα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κάλτσα
- (ενδυμασία) η κάλτσα
- (οπλισμός) η περικνημίδα πανοπλίας
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- κάλτσα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].