κάλτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάλτσα | οι | κάλτσες |
γενική | της | κάλτσας | των | καλτσών |
αιτιατική | την | κάλτσα | τις | κάλτσες |
κλητική | κάλτσα | κάλτσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάλτσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάλτσα < ιταλική calza < δημώδης λατινική *calcea < λατινική calceus (υπόδημα) < calx (φτέρνα)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkal.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κάλ‐τσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάλτσα θηλυκό
- (ενδυμασία) ρούχο για το πόδι από το πέλμα μέχρι τον αστράγαλο, συνήθως πλεκτό
- ※ Τα λασπωμένα παπούτσια, οι στραβοβαλμένες κάλτσες, τ' ανακατωμένα μαλλιά, η τσαλακωμένη κομπιναιζόν.
- Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, 1938-1941
- ※ Τα λασπωμένα παπούτσια, οι στραβοβαλμένες κάλτσες, τ' ανακατωμένα μαλλιά, η τσαλακωμένη κομπιναιζόν.
Εκφράσεις
επεξεργασία- διαβόλου κάλτσα: πολύ έξυπνος άνθρωπος
Συγγενικά
επεξεργασία- ακάλτσωτος
- καλτσάκι
- (καλτσόν), καλσόν
- καλτσούλα
- καλτσώνω
- ξεκάλτσωτος
- → δείτε και τη λέξη καλιγώνω
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κάλτσα
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάλτσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική calza & παλαιά γαλλική calce < δημώδης λατινική *calcea < λατινική calceus (υπόδημα) < calx (φτέρνα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάλτσα
- (ενδυμασία) η κάλτσα
- (οπλισμός) η περικνημίδα πανοπλίας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κάλτσα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].