καλτσοδέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλτσοδέτα < καλτσοδέτης με μεταπλασμό σε θηλυκό με -α < κάλτσα + δένω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kal.t͡soˈðe.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καλ‐τσο‐δέ‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλτσοδέτα θηλυκό