ελαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελαστικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική élastique[1] < νεολατινική elasticus < αρχαία ελληνική ἐλαστός / ἐλατός < ἐλαύνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁el- (κινώ, οδηγώ, πηγαίνω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.la.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐λα‐στι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαελαστικός, -ή, -ό
- (για σώμα ή πράγμα) που μεταβάλλει (εύκολα) το σχήμα ή τον όγκο του μετά από προσπάθεια ή πίεση και κατόπιν μπορεί να τα ξαναποκτήσει
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε
- (μεταφορικά) χαλαρός, ευμετάβλητος
- (μεταφορικά) μετριοπαθής, υποχωρητικός, ενδοτικός
- (οικονομία) που μεταβάλλεται ανάλογα με τις συνθήκες
Αντώνυμα
επεξεργασία- άκαμπτος
- ανελαστικός
- αυστηρός (στη μεταφορική σημασία)
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε και τη λέξη ελαύνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελαστικό υλικό
μεταφορική σημασία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ελαστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας