Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἐλαστός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἐλατός
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
ἐλαστ
ός
ἡ
ἐλαστ
ή
τὸ
ἐλαστ
όν
γενική
τοῦ
ἐλαστ
οῦ
τῆς
ἐλαστ
ῆς
τοῦ
ἐλαστ
οῦ
δοτική
τῷ
ἐλαστ
ῷ
τῇ
ἐλαστ
ῇ
τῷ
ἐλαστ
ῷ
αιτιατική
τὸν
ἐλαστ
όν
τὴν
ἐλαστ
ήν
τὸ
ἐλαστ
όν
κλητική
ὦ
!
ἐλαστ
έ
ἐλαστ
ή
ἐλαστ
όν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ἐλαστ
οί
αἱ
ἐλαστ
αί
τὰ
ἐλαστ
ᾰ́
γενική
τῶν
ἐλαστ
ῶν
τῶν
ἐλαστ
ῶν
τῶν
ἐλαστ
ῶν
δοτική
τοῖς
ἐλαστ
οῖς
ταῖς
ἐλαστ
αῖς
τοῖς
ἐλαστ
οῖς
αιτιατική
τοὺς
ἐλαστ
ούς
τὰς
ἐλαστ
ᾱ́ς
τὰ
ἐλαστ
ᾰ́
κλητική
ὦ
!
ἐλαστ
οί
ἐλαστ
αί
ἐλαστ
ᾰ́
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἐλαστ
ώ
τὼ
ἐλαστ
ᾱ́
τὼ
ἐλαστ
ώ
γεν-δοτ
τοῖν
ἐλαστ
οῖν
τοῖν
ἐλαστ
αῖν
τοῖν
ἐλαστ
οῖν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'καλός'
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἐλαστός
<
ἐλαύνω
Επίθετο
επεξεργασία
ἐλαστός
άλλη μορφή
του
ἐλατός