Δείτε επίσης: Ἔλατος, ελατός, έλατος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐλατός ἐλατή τὸ ἐλατόν
      γενική τοῦ ἐλατοῦ τῆς ἐλατῆς τοῦ ἐλατοῦ
      δοτική τῷ ἐλατ τῇ ἐλατ τῷ ἐλατ
    αιτιατική τὸν ἐλατόν τὴν ἐλατήν τὸ ἐλατόν
     κλητική ! ἐλατέ ἐλατή ἐλατόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐλατοί αἱ ἐλαταί τὰ ἐλατᾰ́
      γενική τῶν ἐλατῶν τῶν ἐλατῶν τῶν ἐλατῶν
      δοτική τοῖς ἐλατοῖς ταῖς ἐλαταῖς τοῖς ἐλατοῖς
    αιτιατική τοὺς ἐλατούς τὰς ἐλατᾱ́ς τὰ ἐλατᾰ́
     κλητική ! ἐλατοί ἐλαταί ἐλατᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐλατώ τὼ ἐλατᾱ́ τὼ ἐλατώ
      γεν-δοτ τοῖν ἐλατοῖν τοῖν ἐλαταῖν τοῖν ἐλατοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐλατός < ἐλαύνω

  Επίθετο επεξεργασία

ἐλατός

  1. ελατός, ελάσιμος, όλκιμος
  2. σφυρήλατος

Άλλες μορφές επεξεργασία