ελαστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.la.stiˈko.ti.ta/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαελαστικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος ή κάτι ελαστικό(ς), η ιδιότητα του ελαστικού
- (για σώμα ή πράγμα) που μεταβάλλει (εύκολα) το σχήμα ή τον όγκο του μετά από προσπάθεια ή πίεση και κατόπιν μπορεί να τα ξαναποκτήσει
- (μεταφορικά) χαλαρότητα, ευμεταβλητότητα
- (μεταφορικά) μετριοπάθεια, υποχωρητικότητα, ενδοτικότητα
- (μεταφορικά) (οικονομία) που μεταβάλλεται ανάλογα με τις συνθήκες, όταν η επίδραση μιας μεταβλητής έχει μεγαλύτερη ή μικρότερη της 1:1 επίπτωση
- υψηλή εισοδηματική ελαστικότητα των δαπανών υγείας σημαίνει πως μια αύξηση του εισοδήματος συνεπάγεται μια πολλαπλάσια αύξηση των δαπανών για περίθαλψη
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ελαστικότητα