υποχωρητικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υποχωρητικότητα < υποχωρητικός + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υποχωρητικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος υποχωρητικός
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υποχωρητικότητα
|