χαλαρότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χαλαρότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χαλαρότης, από την αιτιατική «τὴν χαλαρότητα» < χαλαρός.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε χαλαρ(ός) + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χαλαρότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του χαλαρού
Αντώνυμα
επεξεργασίαχαλαρότητα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ χαλαρότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας