χαλαρός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χαλαρός | η | χαλαρή | το | χαλαρό |
γενική | του | χαλαρού | της | χαλαρής | του | χαλαρού |
αιτιατική | τον | χαλαρό | τη | χαλαρή | το | χαλαρό |
κλητική | χαλαρέ | χαλαρή | χαλαρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χαλαροί | οι | χαλαρές | τα | χαλαρά |
γενική | των | χαλαρών | των | χαλαρών | των | χαλαρών |
αιτιατική | τους | χαλαρούς | τις | χαλαρές | τα | χαλαρά |
κλητική | χαλαροί | χαλαρές | χαλαρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χαλαρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χαλαρός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /xa.laˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐λα‐ρός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
χαλαρός, -ή, -ό
- που δεν είναι πολύ τεντωμένος ή σφιχτός
- ↪ Του άφησα χαλαρά τα λουριά και ιδού το αποτέλεσμα.
- ↪ Ο κόμπος είναι πολύ χαλαρός, κινδυνεύει να λυθεί ανά πάσα στιγμή.
- που δεν χαρακτηρίζεται από ένταση ή γρήγορους ρυθμούς ή εκνευρισμό
Επεξεργασία
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χαλαρός
που δεν χαρακτηρίζεται από ένταση ή γρήγορους ρυθμούς ή εκνευρισμό
Επεξεργασία
- ↑ «χαλαρός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
χαλαρός < χαλάω / χαλ(ῶ) + -αρός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
χαλαρός, -ά, -όν
Επεξεργασία
- ἐπιχαλαρός
- ὁλοχάλαρος
- ὑποχαλαρός
- χαλαρότης
- χαλαρόω
- Χαλάστρα (πόλη στον Θερμαϊκό)
- Χαλαστραῖον (υλικό που έπαιρναν από τη λίμνη της Χαλάστρας για να φτιάξουν σαπούνι)
→ και δείτε τη λέξη χαλάω
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «χαλαρός» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «χαλαρός» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.