Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.kɔ̃.tʁak.te/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
décontracté décontractés

décontracté (fr) αρσενικό ή θηλυκό