χαλαρωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαλαρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου χαλαρώνω
Μετοχή επεξεργασία
χαλαρωμένος, -η, -ο
- που έχει χαλαρώσει μόνος του, έχει ηρεμήσει, ή που τον έχουν χαλαρώσει
- χαλαρωμένες χορδές, σχοινιά
- πάρτε βαθιές αναπνοές χαλαρωμένοι σε άνετη θέση
- → δείτε τη λέξη χαλαρώνω